- κοτύλη
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 39 χλμ. Β της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κοτύλης.
* * *η (ΑM κοτύλη)1. κάθε κοίλο πράγμα2. κοίλο μικρό αγγείο, μικρό ποτήρι, κύπελλο3. κοιλότητα4. αρθρική κοιλότητα οστού και ιδίως η ημισφαιροειδής κοιλότητα τού λαγόνιου οστού που υποδέχεται την κεφαλή τού μηριαίου οστού5. καθένα από τα μυζητικά φυμάτια διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με τα οποία αυτά προσκολλώνται σε διάφορα αντικείμενανεοελλ.1. κοίλο διάτρητο τεμάχιο σιδήρου στο οποίο στρέφεται το άκρο ενός άξονα ή μιας στρόφιγγας2. βοτ. το πρώτο φύλλο ή τα πρώτα φύλλα τού νεαρού φυταρίου που εμφανίζονται νωρίς κατά την ανάπτυξη τού εμβρύου μέσα στο σπέρμα τών σπερματοφύτων, αλλ. κοτυληδόνααρχ.1. είδος ποτηριού με δύο λαβές από τα χείλη προς τη βάση2. μέτρο χωρητικότητας τών υγρών που περιλάμβανε έξι κυάθους ή ημίξεστο («δύο κοτύλας οίνου», Θουκ.)3. μέτρο χωρητικότητας τών σιτηρών —192 κοτύλες ισοδυναμούσαν με έναν μέδιμνο σιτηρών— και γενικώς στερεών υλών («άλφίτων κοτύλην μίαν», Άλεξ.)4. το κοίλο τού χεριού, η χούφτα5. κοτύλων*6. στον πληθ. αἱ κοτύλαιτα κύμβαλα7. παροιμ. «πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου» — ακόμη και την τελευταία στιγμή μπορεί να έλθει η καταστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κότταβος, κοττίς*, οπότε ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *kot- τής ΙΕ ρίζας *ket- «δωμάτιο, κοιλότητα» και εμφανίζει επίθημα -ύλη (πρβλ. κογχ-ύλη). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τσεχ. ρ. kotlati «γίνομαι κοίλος». Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.ΠΑΡ. κοτυληδών, κοτυλιαίοςαρχ.κοτυλίδιον, κοτυλίζω, κοτύλιον, κοτυλίς, κοτυλίσκη, κοτυλίσκιον, κοτυλίσκος, κοτυλώδης, κοτύλωνμσν.κοτυλαίος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοτυλοειδήςαρχ.κοτυλήρυτος. (Β’ συνθετικό) -κοτύλη και -κότυλος: δικότυλος, μονοκότυλοςαρχ.αγκοτύλη, γονοκοτύλη, εγκοτύλη, εκκότυλος, ημικοτύλη, τρικότυλος, ωμοκοτύλη].
Dictionary of Greek. 2013.